- πλομίζω
- Α [πλόμος]ναρκώνω ψάρια με φλόμο και τά ψαρεύω, φλομίζω, φλομώνω («τοὺς ἐν ποταμοῑς καὶ λίμναις θηρεύειν πλομίζοντας»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πλομίζοντες — πλομίζω poison with mullein pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)